- τρυπάνη
- τρῡπάν-η [ᾰ], ἡ,A = τρύπανον, Hdn.Gr.2.924, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυπάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνῃ — τρυπάνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνη — η, ΝΑ το τρυπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τρύπανον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
τρυπάνης — τρυπάνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)